- θέλυμνον
- θέλυμνον, τὸ (Α)στον πληθ. τά θέλυμνατα θεμέλια, οι βάσεις τών πραγμάτων, τα στοιχεία τού κόσμου («θέλυμνά τε καὶ στερεωπά», Εμπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στον Όμηρο μόνο ως β' συνθετικό, ενώ ο τ. θέλυμνα στον Εμπεδοκλή προτάθηκε ως διόρθωση αντί τού υπάρχοντος θέλημ(ν)α. Υπάρχει κατ' αρχήν πρόβλημα ως προς την ακριβή σημασία του. Τα περιβάλλοντα στα οποία απαντά οδηγούν σε διάφορες ερμηνείες. Ως β' συνθετικό τού επιθ. τετρα-θέλυμνος το οποίο προσδιορίζει το ουσ. σάκος (το) «ασπίδα» (Ιλ.Ο 479, Οδ.φ 122) έχει τη σημασία «στρώμα, επιφάνεια» («ασπίδα καλυμμένη με τέσσερα στρώματα βοείου δέρματος ή χαλκού»). Η διορθωμένη φράση τού Εμπεδοκλή θέλυμνά τε καί στερεωπά μπορεί επίσης να ερμηνευθεί ως «επιφάνειες και στερεά σώματα». Για το επίθετο προ-θέλυμνος έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες. Κατά μια άποψη το α' συνθετικό προ- θεωρείται ως αιολ. τ. τού τρα- (= τε-τρα) < *πτFρα- (πρβλ. τρά-πεζα «με τέσσερα πόδια»). Η ερμηνεία αυτή αναφέρεται στη φράση τού Ομήρου φράξαντες σάκος σάκεϊ προθελύμνῳ (Ιλ. Ν 130) και εξισώνει το προθέλυμνος με το τετραθέλυμνος. Κατ' άλλη άποψη, όμως, το επίθ. ερμηνεύεται ως «με προτεταμένη επιφάνεια» («σχημάτισαν φραγμό ενώνοντας ασπίδα με κυρτή ασπίδα») οι δε αρχαίοι λεξικογράφοι τό ερμηνεύουν στο εν λόγω χωρίο ως «επάλληλος, συνεχής». Στο χωρίο προθέλυμνα χαμαὶ βάλε δένδρεα (Ιλ.Ι 541) το επίθ. ερμηνεύεται ως «ξεριζωμένος, με τις ρίζες προς τα εμπρός» («έριξε στη γη δένδρα με τις ρίζες τους στον αέρα»), σημασία παραπλήσια με εκείνη στο χωρίο προθελύμνους έλκετο χαίτας (Ιλ.Κ 15) «έβγαζε τα μαλλιά του από τις ρίζες». Με τη συγγενή σημασία «θεμελιώδες στοιχείο» ερμηνεύεται από ορισμένους και η προαναφερθείσα διορθωμένη φράση τού Εμπεδοκλή θέλυμνά τε καί στερεωπά («θεμελιώδη στοιχεία και στερεά σώματα»). Η ετυμολογία τής λέξεως είναι εντελώς αβέβαιη. Κατά μια άποψη προέρχεται από αμάρτυρο τ. *θέρυμνο- (με ανομοίωση) < ΙΕ ρίζα *dher- «στηρίζω, κρατώ», οπότε συνδέεται με το αρχ. ινδ. dharuna (θεμέλιο, υποστήριγμα». Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για λέξη τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος.ΣΥΝΘ.: (Β' συνθετικό) αρχ. προθέλυμνος, τετραθέλυμνος, τριθέλυμνος].
Dictionary of Greek. 2013.